- αἰγ-όφθαλμος
αἰγ-όφθαλμος, ziegenäugig, ein Stein, Plin.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αἰγ-όφθαλμος, ziegenäugig, ein Stein, Plin.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ταυρόφθαλμος — ον, Α 1. αυτός που έχει μάτια ταύρου, ο βοϊδομάτης 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ταυρόφθαλμον είδος φυτού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταῦρος + ὀφθαλμός (πρβλ. αἰγ όφθαλμος)] … Dictionary of Greek