- αἰετηδόν
αἰετηδόν, nach Adler-Art, Schol. Il. 18, 410.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αἰετηδόν, nach Adler-Art, Schol. Il. 18, 410.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αιετηδόν — αἰετηδὸν επίρρ. (Α) [αἰετός] σαν αετός … Dictionary of Greek
αἰετηδόν — like an eagle indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ηδόν — πρόκειται για κατάλ. επιρρημάτων τής Αρχαίας που αποτελεί παρεκτεταμένη με η μορφή τού επιθήματος δον, που σχηματίστηκε με μετακίνηση τών ορίων τού επιθήματος από τύπους τών οποίων το θέμα έληγε σε η : αγελη δόν > αγελ ηδόν. Τόσο το επίθημα… … Dictionary of Greek