αἰνό-μορος

αἰνό-μορος

αἰνό-μορος, schreckliches Schicksal habend, sehr unglücklich, Hom. dreimal, Iliad. 22, 481 ὅ μ' ἔτρεφε τυτϑὸν ἐοῠσαν δύσμορος αἰνόμορον, Od. 9, 53. 24, 169 Versanfang ἡμῖν αἰνομόροισιν, Aesch. Spt. 886 u. sp. D.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κακόμορος — κακόμορος, ον (AM) (γλώσσα τού Ησύχ. στη λ. ἄμμορον και τού λεξ. Σούδα στη λ. ἄμμορος) κακόμοιρος*. επίρρ... κακομόρως (Α) με κακή μοίρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + μορος (< μόρος), πρβλ. αινό μορος, πρωτό μορος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”