- αἴσθομαι
αἴσθομαι, alte Form für αἰσϑάνομαι; davon findet sich noch αἰσϑόμεϑα, Plat. Rep. X, 608 a; αἴσϑεσϑαι, nach den besseren mss., Thuc. 5, 26; αἰσϑονται Isocr. 3, 25.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αἴσθομαι, alte Form für αἰσϑάνομαι; davon findet sich noch αἰσϑόμεϑα, Plat. Rep. X, 608 a; αἴσϑεσϑαι, nach den besseren mss., Thuc. 5, 26; αἰσϑονται Isocr. 3, 25.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αίσθομαι — αἴσθομαι (Α) βλ. αισθάνομαι … Dictionary of Greek
αἴσθομαι — αἰσθάνομαι perceive pres ind mp 1st sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αΐω — (I) ἀΐω (Α) [ᾰ] (επικό και λυρικό ρήμα) 1. αντιλαμβάνομαι με την ακοή, ακούω 2. αντιλαμβάνομαι με τα μάτια, βλέπω 3. αντιλαμβάνομαι, καταλαβαίνω, εννοώ 4. βάζω αφτί, προσέχω 5. υποτάσσομαι, υπακούω. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για ποιητική λ. που απαντά… … Dictionary of Greek
αισθάνομαι — (Α αἰσθάνομαι και αἴσθομαι) 1. αντιλαμβάνομαι με τις αισθήσεις μου, νιώθω 2. γνωρίζω καλά κάτι, έχω συνείδηση, συνειδητοποιώ νεοελλ. 1. διαισθάνομαι, προαισθάνομαι, υποπτεύομαι 2. διατηρώ τις αισθήσεις μου, έχω πλήρη συνείδηση τού έξω κόσμου 3.… … Dictionary of Greek
ολισθαίνω — (ΑΜ ὀλισθάνω και ὀλισθαίνω) 1. μετακινούμαι ακούσια σε κατωφέρεια ή σε λεία επιφάνεια, κυλίομαι, γλιστρώ («ἔνθ Αἴας μὲν ὄλισθε θέων», Ομ. Ιλ.) 2. μτφ. πέφτω σε ηθικό παράπτωμα ή σε σφάλμα αρχ. 1. παρασύρομαι σε χαμηλότερο σημείο ή καταπίπτω… … Dictionary of Greek