- αἴσυλος
αἴσυλος, ον, frevelhaft, nur αἴσυλα μυϑήσασϑαι Versende Il. 20, 202. 433, αἴσυλα ῥέζων (ῥέζεις, ῥέζοι) Versende Il. 5, 403. 21, 214 Od. 2, 232. 5, 10; vgl. Diod. 16 (VII, 624). Ableitung zw.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αἴσυλος, ον, frevelhaft, nur αἴσυλα μυϑήσασϑαι Versende Il. 20, 202. 433, αἴσυλα ῥέζων (ῥέζεις, ῥέζοι) Versende Il. 5, 403. 21, 214 Od. 2, 232. 5, 10; vgl. Diod. 16 (VII, 624). Ableitung zw.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αίσυλος — αἴσυλος, ον (Α) απρεπής, ασεβής, κακός (αντίθ. τού αίσιμος*). [ΕΤΥΜΟΛ. Αγνωστης ετυμολ. Κατά τον Fraenkel, η λέξη συνδέεται με το επίθ. ἴσος: αἴσυλος= α(F)ίσσυλος < *α Fιδ σFος (=άνισος), οπότε αἴσυλος (ή ἀ(F)ίσσυλος, όπως τό διαβάζει ο… … Dictionary of Greek
αἴσυλος — unseemly masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἴσυλον — αἴσυλος unseemly masc/fem acc sg αἴσυλος unseemly neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἴσυλα — αἴσυλος unseemly neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αήσυλος — ἀήσυλος, ον (Α) ο ασεβής, αισχρός, άπρεπος. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται περί άπαξ ειρημένου τύπου τής Ιλιάδας (Ε 876: ἀήσυλα ἔργα). Πιθανώς να προήλθε από μεταπλασμό τού τ. αἴσυλος, για μετρικούς κυρίως λόγους, με επίδραση τών ἄημι, ἀήσυρος. Κατά τον… … Dictionary of Greek
αισυλοεργός — αἰσυλοεργός, όν (Α) αυτός που πράττει ανόσια, κακούργος, παράνομος, άδικος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἴσυλος + εργός < ἔργον] … Dictionary of Greek
παναίσυλος — παναίσυλος, ον (Α) (κατά τον Ησύχ.) «παγκάκουργος», εντελώς ασεβής, ασεβέστατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + αἴσυλος «κακούργος, εγκληματίας»] … Dictionary of Greek
au̯(e)-10, au̯ē(o)-, u̯ē- — au̯(e) 10, au̯ē(o) , u̯ē English meaning: to blow Deutsche Übersetzung: “wehen, blasen, hauchen” Grammatical information: participle u̯ē nt Note: in Slav. languages often from the “ throw dice “, i.e. to the cleaning of the… … Proto-Indo-European etymological dictionary