μήνῡσις

μήνῡσις

μήνῡσις, , das Anzeigen, Angeben; Andoc. 1, 14; Plat. Legg. XI, 932 d; Plut.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μήνυσις — laying of information fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μηνύσει — μήνυσις laying of information fem nom/voc/acc dual (attic epic) μηνύσεϊ , μήνυσις laying of information fem dat sg (epic) μήνυσις laying of information fem dat sg (attic ionic) μηνύ̱σει , μηνύω disclose what is secret aor subj act 3rd sg (epic)… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μηνύσεις — μήνυσις laying of information fem nom/voc pl (attic epic) μήνυσις laying of information fem nom/acc pl (attic) μηνύ̱σεις , μηνύω disclose what is secret aor subj act 2nd sg (epic) μηνύ̱σεις , μηνύω disclose what is secret fut ind act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μηνύσεσι — μήνυσις laying of information fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μήνυσιν — μήνυσις laying of information fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ИНДЕКС —    • Index,          назывался в Риме тот, который доносил правительству о совершившихся преступлениях или о заговорщиках, предпринимающих преступление. Такой донос в Греции назывался μήνυσις; следствие производилось везде одинаково. Доносы эти… …   Реальный словарь классических древностей

  • Ручательство —    • Άδεια,          ручательство, даваемое государством какому нибудь лицу в том, что последнее безопасно и безнаказанно может совершить известные действия (venia, fides publica). Демосфен сопоставляет αδειαν с особыми почетными отличиями,… …   Реальный словарь классических древностей

  • APOCRISIARIATUS — apud Humbertum contra Graecδγ. calumnias, dignitas Apocrisiarii est. Erant autem Apocrisiarii Zosimo, τῶ ἔξωςεν Φερομένων ἀποκρίσεων μηνυταὶ, quos Vopiscus in Aureliano, c. 36 Notarios secretorum. Recentiores Latini, barbaros Graecos imitati.… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ανώνυμος — η, ο (Α ἀνώνυμος, ον) 1. ο χωρίς όνομα 2. αυτός που δεν φέρει υπογραφή («ἀνώνυμη καταγγελία», «ἀνώνυμος μήνυσις», Λυσίας) νεοελλ. αυτός που δεν αναφέρεται σε ορισμένο πρόσωπο αρχ. 1. ανείπωτος, απερίγραπτος 2. αυτός που δεν πρέπει να… …   Dictionary of Greek

  • μήνυση — (Νομ.). Η από μέρους του παθόντος ή οποιουδήποτε άλλου προσώπου καταγγελία στις αρμόδιες διωκτικές αρχές (εισαγγελέα, αστυνομία κ.ά.) μιας αξιόποινης πράξης, της οποίας ο μηνυτής έλαβε γνώση με οποιονδήποτε τρόπο. Ο όρος μ. χρησιμοποιείται για… …   Dictionary of Greek

  • πολιά — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 50 μ.) στην πρώην επαρχία Διδυμότειχου, του νομού Έβρου. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Αλεποχωρίου. * * * ἡ, Α [πολιός] 1. η λευκότητα τών τριχών τής κεφαλής («πολιά χρόνου μήνυσις, οὐ φρόνησις», Μέν.) 2. η γεροντική… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”