μήλωθρον

μήλωθρον

μήλωθρον, τό, eine weiße Rebenart, Diosc.; μήλωϑρα wird auch τὰ βεβαμμένα ἔρια erkl., Eust. 1394, 32; vgl. Hesych.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μήλωθρον — μήλωθρον, τὸ (ΑΜ) μσν. βαμμένα έρια αρχ. είδος φυτού με βοτρυοειδή καρπό, αγριάμπελος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μηλῶ «βάφω μάλλινα» (πρβλ. μήλω ση) + επίθημα θρον (πρβλ. ζύγω θρον, καρκίνω θρον)] …   Dictionary of Greek

  • μήλωθρον — dycd wool neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μηλώθρῳ — μήλωθρον dycd wool neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μήλωθρα — μήλωθρον dycd wool neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -θρο(ν) — το επίθημα θρο(ν), όπως και το θηλ. θρα, εμφανίζει αρκετά μεγάλη παραγωγικότητα στην Αρχαία, Μεσαιωνική και Νέα Ελληνική. Το θ τού επιθήματος είναι πιθ. τής ίδιας προέλευσης όπως και στα θλο *, θμο *. Πρόκειται για παλαιότατο επίθημα, το οποίο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”