μήδιον

μήδιον

μήδιον, τό, ein Kraut, Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μήδιον — και δ. γρφ. μήδειον, τὸ (Α) είδος φυτού, ίσως η μηδική. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. πιθ. συνδέεται με το μήδιος*, ενώ θεωρείται ελάχιστα πιθανή η υπόθεση ότι και οι δύο τύποι μήδιον και μήδιος συνδέονται με το Μῆδος] …   Dictionary of Greek

  • μήδιον — Campanula lingulata neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μήδιον — Μήδιος masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μηδίου — μήδιον Campanula lingulata neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μηδίῳ — μήδιον Campanula lingulata neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μήδιος — Μακεδόνας ευγενής. Γιος του Οξυθεμίδη, καταγόταν από τη Λάρισα και ήταν στενός φίλος του Μεγάλου Αλεξάνδρου, κυρίως μετά τον θάνατο του Ηφαιστίωνα. Επειδή ήταν παρών στα τελευταία δείπνα, πριν από τον θάνατό του, υπάρχει η υποψία ότι τον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”