- νήκουστος
νήκουστος (νη-ἀκουστός), ungehört, unbekannt, Arat. 173.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νήκουστος (νη-ἀκουστός), ungehört, unbekannt, Arat. 173.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νήκουστος — νήκουστος, ον (Α) 1. αυτός που δεν ακούει, κουφός 2. άγνωστος, ανήκουστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. πρόθημα νη * + ακουστός (< ἀκούω), πρβλ. αν ήκουστος] … Dictionary of Greek
νήκουστος — deaf masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νήκουστοι — νήκουστος deaf masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νη- — ν , νε , νω , να (Α) ανάγεται σε ΙΕ στερητικό πρόθημα *ne , που εμφανίζεται κυρίως στη συνεσταλμένη του βαθμίδα *n , η οποία έδωσε στην Ελληνική και το στερητικό πρόθημα α *. Σε άλλες ΙΕ γλώσες η απαθής βαθμίδα *ne χρησιμοποιήθηκε ως ανεξάρτητο … Dictionary of Greek
νηκουστώ — νηκουστῶ, έω (Α) [νήκουστος] δεν ακούω, απειθώ, είμαι ανυπάκουος … Dictionary of Greek