- νήκεστος
νήκεστος, unheilbar (ἀκεστός), Hes. O. 285.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νήκεστος, unheilbar (ἀκεστός), Hes. O. 285.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νήκεστος — νήκεστος, ον (Α) 1. αυτός που δεν θεραπεύεται, ο ανίατος 2. (το ουδ. ως επίρρ.) νήκεστον ανίατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. πρόθημα νη * + ἀκεστός (< ἀκέομαι «θεραπεύω»), πρβλ. ευ άκεστος] … Dictionary of Greek
νήκεστον — νήκεστος incurable masc/fem acc sg νήκεστος incurable neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νη- — ν , νε , νω , να (Α) ανάγεται σε ΙΕ στερητικό πρόθημα *ne , που εμφανίζεται κυρίως στη συνεσταλμένη του βαθμίδα *n , η οποία έδωσε στην Ελληνική και το στερητικό πρόθημα α *. Σε άλλες ΙΕ γλώσες η απαθής βαθμίδα *ne χρησιμοποιήθηκε ως ανεξάρτητο … Dictionary of Greek
nĕ1, nē, nei — nĕ1, nē, nei English meaning: negative particle Deutsche Übersetzung: Satznegation der reinen Verneigung Note: (ne einzelsprachlich also Wortnegation geworden) Material: nĕ: O.Ind. ná “not”, néd (náid) ds., Av. ap. na “not” … Proto-Indo-European etymological dictionary