αἵνω

αἵνω

αἵνω, = πτίσσω, Hdn. π. μ. λ. 24; αἵνειν μολγόν Ar. frg. bei Schol. Equitt. 959; Ath. X, 455 e; vgl. Mein. com. II, p. 346. 988, 1066.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • αίνω — αἵνω (Α) κοσκινίζω, λιχνίζω, ξεχωρίζω την ήρα από το σιτάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Αν η λ. συνδέεται πραγματικά, όπως υποστηρίζουν μερικοί, με το λατ. vannus «λιχνιστήρι» και τα αρχ. γερμ. wintōn και dis winpjan που σημαίνουν επίσης… …   Dictionary of Greek

  • αινώ — ( έω) (Α αἰνῶ) (νεοελλ. μσν.) (με θρησκ. σημ.) δοξολογώ, υμνώ «αἰνεῑτε τὸν Κύριον ἐκ τῶν οὐρανῶν, αἰνεῑτε αὐτὸν ἐν τοῑς ὑψίστοις» αρχ. 1. λέγω, μιλώ για κάποιον ή κάτι 2. επαινώ, επιδοκιμάζω, εξυμνώ 3. συνιστώ, συμβουλεύω 4. συγκατατίθεμαι,… …   Dictionary of Greek

  • -αίνω — (ΑΝ) Γλωσσ. παραγωγική κατάληξη ρημάτων τής Ελληνικής, αρχαίας και νέας με μεγάλη παραγωγική δύναμη στην αρχαία ιδίως, αλλά και στη νέα …   Dictionary of Greek

  • αἰνῶ — αἰνέω tell pres subj act 1st sg (attic epic doric) αἰνέω tell pres ind act 1st sg (attic epic doric) αἰνός dread masc/neut gen sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰνῷ — αἰνός dread masc/neut dat sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αἴνω — Αἶνος tale masc nom/voc/acc dual Αἶνος tale masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἴνω — αἴ̱νω , αἶνος tale masc nom/voc/acc dual (epic ionic) αἴ̱νω , αἶνος tale masc gen sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αἴνῳ — Αἶνος tale masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἴνῳ — αἴ̱νῳ , αἶνος tale masc dat sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Χρόνια μὲν ἦλθες, ἀλλ’ ὅμως αἰνῶ τάδε. — χρόνια μὲν ἦλθες, ἀλλ’ ὅμως αἰνῶ τάδε. См. Лучше поздно, чем никогда …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • σκιρ(ρ)αίνω — Α [σκιρός / σκῑρος] (συν. το παθ.) σκιρ(ρ)αίνομαι (για σίδηρο) γίνομαι σκληρός, σκληραίνω με βαφή …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”