- μήτειρα
μήτειρα, ἡ, = μήτηρ, Lesart des Zenodot. u. Aristoph. für δμήτειρα, Il. 14, 259; sonst nur bei sp. D., wie Greg. Naz.; μάτειρα Synes.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μήτειρα, ἡ, = μήτηρ, Lesart des Zenodot. u. Aristoph. für δμήτειρα, Il. 14, 259; sonst nur bei sp. D., wie Greg. Naz.; μάτειρα Synes.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μήτειρα — μήτειρα, ἡ (Α) μητέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μη τού μήτηρ + επίθημα τειρα (πρβλ. αυτοκρά τειρα, σώ τειρα)] … Dictionary of Greek
μήτειρα — fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μήτειραν — μήτειρα fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μητέρα — και μήτηρ, η (ΑΜ μήτηρ, Α δωρ. τ. μάτηρ Μ και μητρί) 1. γυναίκα που έχει γεννήσει παιδί, μάννα 2. θηλυκό ζώο που έχει γεννήσει 3. πρώτη αρχή, αφορμή, αιτία («ἀργία μήτηρ πάσης κακίας», γνωμ.) 4. επίθετο τής Γης ως μητέρας όλων τών εμψύχων και… … Dictionary of Greek
παμμήτειρα — παμμήτειρα, ἡ (Α) παμμήτωρ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + μήτειρα (< μήτηρ)] … Dictionary of Greek