μήτριος

μήτριος

μήτριος, mütterlich.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μήτριος — μήτριος, ία, ον, θηλ. και μητριάς, άδος (Α) [μήτηρ] μητρικός …   Dictionary of Greek

  • μητριός — ο ο σύζυγος της μητέρας από δεύτερο γάμο κτλ., ο πατριός: Ο μητριός του τον κακοποιούσε πολλά χρόνια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μητριός — ο (Α μητρυιός) ο δεύτερος σύζυγος τής μητέρας σε σχέση με τα παιδιά τού πρώτου συζύγου, αλλ. πατριός. [ΕΤΥΜΟΛ. < μητριά, μεταπλασμένος εκφραστικός τ. με αλλαγή γένους] …   Dictionary of Greek

  • μητρώος — α, ο (ΑΜ μητρῷος, ῴα, ον) αυτός που ανήκει στη μητέρα ή προέρχεται από τη μητέρα, μητρικός («οἱ πατρῷοι καὶ μητρῷοι θεοί», Ξεν.) νεοελλ. 1. το ουδ. ως ουσ. το μητρώο κατάλογος που τηρείται από το κράτος, τους δήμους και τις κοινότητες και στον… …   Dictionary of Greek

  • ετερομήτριος — α, ο (ΑΜ ἑτερομήτριος, ον) (για αδέλφια) ετεροθαλής, από τον ίδιο πατέρα αλλά από άλλη μητέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο * + μήτριος (< μήτρα), πρβλ. ομο μήτριος] …   Dictionary of Greek

  • διμήτριος — διμήτριος, ο (Α) ο διμήτωρ. [ΕΤΥΜΟΛ. < δι* + μήτριος < μήτηρ ( τρός) (πρβλ. ομομήτριος)] …   Dictionary of Greek

  • κηδεστής — ο (Α κηδεστής, οῡ, δωρ. τ. καδεστάς) συγγενής εξ επιγαμίας, εξ αγχιστείας, πλάγιος συγγενής, όχι εξ αίματος αρχ. (ειδικότερα) 1. γαμπρός, σύζυγος τής θυγατέρας ή τής αδελφής («ἐπεθύμησε Διός γενέσθαι κηδεστής» θέλησε [ο Πάρις] να γίνει γαμπρός… …   Dictionary of Greek

  • μητριάς — μητριάς, άδος, ἡ (Α) βλ. μήτριος …   Dictionary of Greek

  • μητρυιός — μητρυιός, ὁ (Α) βλ. μητριός …   Dictionary of Greek

  • νυμφίος — ο (ΑΜ νυμφίος, Μ και νύμφιος) 1. αυτός που νυμφεύεται, ο γαμπρός («ἁρμόζων κόρᾳ νυμφίον ἄνδρα», Πίνδ.) 2. στον πληθ. οι νυμφίοι οι νεόνυμφοι, το νιόπαντρο ζευγάρι («τοῑς νεωστὶ νυμφίοις», Ευρ.) 3. μτφ. ο Χριστός, για να δηλωθεί η συμβολική του… …   Dictionary of Greek

  • ομομήτριος — α, ο (Α ὁμομήτριος, ία, ον, θηλ. δωρ. τ. ὁμοματρία) αυτός που έχει γεννηθεί από την ίδια μητέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + μήτηρ, μητρός + κατάλ. ιος. Το επίθ. μήτριος δεν μαρτυρείται (βλ. λ. μητρώος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”