μήτρως

μήτρως

μήτρως, ωος und ω, acc. μήτρωα, Mutterbruder; Il. 2, 662. 16, 717; Her. 4, 80; oft Pind., dat. μάτρῳ, N. 4, 80, u. μάτρωϊ, I. 6, 24; er braucht es auch = ματροπάτωρ, μάτρωος ἰσώνυμον, Ol. 9, 68 (wie Eur. bei Poll. 3, 16); μάτρωες ἄνδρες übh. für Verwandte von mütterlicher Seite, 6, 77; vgl. Eur. Herc. fur. 43.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μήτρως — maternal uncle masc nom/voc/acc pl μήτρως maternal uncle masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μήτρως — μήτρως, ωος και ω, δωρ. τ. μάτρως, ὁ (Α) 1. ο αδελφός τής μητέρας, ο θείος από τη μητέρα 2. συγγενής από τη μητέρα 3. ο πατέρας τής μητέρας, ο παππούς από τη μητέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μήτηρ, μητρός (πρβλ. πάτρως, ἥρως). Η λ. είναι αρχαϊκή, ανάγεται… …   Dictionary of Greek

  • μήτρω — μήτρως maternal uncle masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μήτρων — μήτρων, δωρ. τ. μάτρων, ωνος, ὁ (Α) μήτρως*. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταγενέστερος τ. τού μήτρως* (πρβλ. λατ. matrōna «οικοδέσποινα»)] …   Dictionary of Greek

  • μητρώος — α, ο (ΑΜ μητρῷος, ῴα, ον) αυτός που ανήκει στη μητέρα ή προέρχεται από τη μητέρα, μητρικός («οἱ πατρῷοι καὶ μητρῷοι θεοί», Ξεν.) νεοελλ. 1. το ουδ. ως ουσ. το μητρώο κατάλογος που τηρείται από το κράτος, τους δήμους και τις κοινότητες και στον… …   Dictionary of Greek

  • μάτρως — μά̱τρως , μήτρως maternal uncle masc nom/voc/acc pl (doric) μά̱τρως , μήτρως maternal uncle masc nom/voc sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σαρδώος — ῴα, ον, Α 1. ο Σαρδώνιος* 2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ Σαρδῷοι οι κάτοικοι τής Σαρδούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < Σαρδώ + κατάλ. ιος (πρβλ. μητρῷος: μήτρως, σαπφῷος: Σαπφώ)] …   Dictionary of Greek

  • γάλοως — και γάλως, η (Α) αδελφή τού συζύγου, κουνιάδα ή σύζυγος τού αδελφού. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για αρχαίο ουσ. δηλωτικό συγγένειας, χαρακτηριστικό παράδειγμα διάκρισης μεταξύ τών συγγενών τού συζύγου και τής συζύγου, σύμφωνα με το ινδοευρ. σύστημα, κατά …   Dictionary of Greek

  • θείος — (I) α, ο (AM θεῑος, α , ον, Α επικ. τ. θέειος και θεήιος, αιολ. τ. θήιος, λακων. τ. σείος) 1. αυτός που κατάγεται ή προέρχεται από τον θεό (ή τους θεούς) ή ο σταλμένος από θεό («θεῑον γένος», Ομ. Ιλ.) 2. αυτός που ανήκει ή είναι αφιερωμένος σε… …   Dictionary of Greek

  • μάτρως — μάτρως, ὁ (Α) βλ. μήτρως …   Dictionary of Greek

  • μητέρα — και μήτηρ, η (ΑΜ μήτηρ, Α δωρ. τ. μάτηρ Μ και μητρί) 1. γυναίκα που έχει γεννήσει παιδί, μάννα 2. θηλυκό ζώο που έχει γεννήσει 3. πρώτη αρχή, αφορμή, αιτία («ἀργία μήτηρ πάσης κακίας», γνωμ.) 4. επίθετο τής Γης ως μητέρας όλων τών εμψύχων και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”