βᾶσσα

βᾶσσα

βᾶσσα, , dor. = βῆσσα, Pind.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • βάσσα — βάσσᾱ , βάσσος neut nom/voc/acc pl (doric aeolic) βάζω speak aor ind act 1st sg (homeric ionic) βά̱σσᾱ , βᾶσσα fem nom/voc/acc dual βά̱σσᾱ , βᾶσσα fem nom/voc sg (doric aeolic) βά̱σσᾱ , βῆσσα wooded combe fem nom/voc/acc dual (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Βάσσα — Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Πατρικία και ηγουμένη στα Ιεροσόλυμα, όπου ίδρυσε μοναστήρι του Αγίου Μηνά. Έζησε τον 5ο αι. Η μνήμη της τιμάται στις 9 Δεκεμβρίου. 2. Μάρτυς από την Έδεσσα της Μακεδονίας. Έζησε στα χρόνια του… …   Dictionary of Greek

  • βάττα — βάσσᾱ , βάσσος neut nom/voc/acc pl (doric aeolic) βάσσα , βάζω speak aor ind act 1st sg (homeric ionic) βά̱σσᾱ , βᾶσσα fem nom/voc/acc dual βά̱σσᾱ , βᾶσσα fem nom/voc sg (doric aeolic) βά̱σσᾱ , βῆσσα wooded combe fem nom/voc/acc dual (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βᾶσσαι — βᾶσσα fem nom/voc pl βῆσσα wooded combe fem nom/voc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βάττ' — βάττε , βάττος stammerer masc voc sg βάσσαι , βάζω speak aor imperat mid 2nd sg βάσσαι , βάζω speak aor inf act βάσσα , βάζω speak aor ind act 1st sg (homeric ionic) βάσσε , βάζω speak aor ind act 3rd sg (homeric ionic) βά̱σσᾱͅ , βᾶσσα fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βήσσα — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 40 μ., 197 κάτ.) της Σύρου. Βρίσκεται στο νότιο τμήμα του νησιού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ποσειδωνίας. * * * βῆσσα, η (δωρ. τ. βᾱσσα) (Α) 1. κοιλάδα ή χαράδρα με πυκνή βλάστηση 2. είδος ποτηριού που είναι πλατύ στο… …   Dictionary of Greek

  • πιστός — I Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Καταγόταν από την Έδεσσα της Ελλάδας και μαρτύρησε επί Μαξιμιανού (285 305), μαζί με τη μητέρα του Βάσσα και τα αδέλφια του Θεογόνιο και Αγάπιο. Η μνήμη τους τιμάται στις 21 Αυγούστου. II Επίσκοπος της… …   Dictionary of Greek

  • Αγαθονίκη — Όνομα μαρτύρων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Eορτάζεται στις 13 Οκτωβρίου μαζί με τους μάρτυρες Κάρπο, Παπύλο και Αγαθόδωρο. Ήταν αδελφή του Παπύλου. Θανατώθηκε με αποκεφαλισμό από τον ανθύπατο Μ. Ασίας, Βαλεριανό στα χρόνια του αυτοκράτορα… …   Dictionary of Greek

  • Έδεσσας, Πέλλας και Αλμωπίας, Ιερά Μητρόπολη — Μητρόπολη με έδρα της την Έδεσσα. Στη δικαιοδοσία της υπάγονται 139 ενοριακοί ναοί, στους οποίους υπηρετούν συνολικά 160 κληρικοί. Για την πλέον άρτια και εύρυθμη περιφερειακή οργάνωση έχουν οριστεί αρχιερατικοί επίτροποι στις περιφέρειες Έδεσσας …   Dictionary of Greek

  • βάσσαις — βάζω speak aor part act masc nom/voc sg (doric aeolic) βάζω speak aor opt act 2nd sg βά̱σσαις , βᾶσσα fem dat pl βά̱σσαις , βῆσσα wooded combe fem dat pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βάσσαισι — βάζω speak aor part act masc/neut dat pl (doric aeolic) βά̱σσαισι , βᾶσσα fem dat pl (epic ionic aeolic) βά̱σσαισι , βῆσσα wooded combe fem dat pl (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”