- αἶρα
αἶρα, ἡ, 1) Hammer, Callim. frg. 129. – 2) Unkraut im Waizen, Lolch, lolium, Ar. frg. 364; Theophr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αἶρα, ἡ, 1) Hammer, Callim. frg. 129. – 2) Unkraut im Waizen, Lolch, lolium, Ar. frg. 364; Theophr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αἴρα — αἴρᾱ , αἶρα hammer fem nom/voc/acc dual αἴρᾱ , αἶρα hammer fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἴρᾳ — αἴρᾱͅ , αἶρα hammer fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αίρα — (I) η (Α αἶρα) (Ν και είρα, ήρα, αέρα, γαίρα) ζιζάνιο τών σιτηρών νεοελλ. ο καρπός τής αίρας, μεθυστικός και δηλητηριώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολογίας. Η λ. συνδέεται πιθ. με το σανσκριτ. erakā, είδος χόρτου, οπότε και οι δύο λέξεις αποτελούν… … Dictionary of Greek
αίρα ή είρα — Φυτό της οικογένειας των αγρωστωδών, κοινότατο ζιζάνιο σε όλη την Ελλάδα, ιδίως του σιταριού και του κριθαριού. Η επιστημονική του ονομασία είναι λόλιο το μεθυστικό. Τα σπέρματά του περιέχουν μια τοξική ουσία, που οφείλεται σε συμβίωση με το… … Dictionary of Greek
αἴρας — αἴρᾱς , αἶρα hammer fem acc pl αἴρᾱς , αἶρα hammer fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰράων — αἰρά̱ων , αἶρα hammer fem gen pl (epic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἴραν — αἴρᾱν , αἶρα hammer fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰρέων — αἶρα hammer fem gen pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰρῶν — αἶρα hammer fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἴραις — αἶρα hammer fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἴρης — αἶρα hammer fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)