- μήρυσμα
μήρυσμα, τό, = μήρυμα, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μήρυσμα, τό, = μήρυμα, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μήρυσμα — μήρυσμα, τὸ (Α) βλ. μήρυμα … Dictionary of Greek
μήρυμα — το (Α μήρυμα και μήρυσμα και μήρυγμα) [μηρύομαι] νεοελλ. 1. (γενικά) το τύλιγμα καινούργιου σχοινιού, όπως αυτό συσκευάζεται και εμφανίζεται στο εμπόριο 2. ναυτ. σπείρωμα καινούργιου λεπτού σχοινιού, μήκους 80 ώς 120 οργιές αρχ. 1. καθετί το… … Dictionary of Greek