νή-παυστος

νή-παυστος

νή-παυστος, = ἄπαυστος, Lycophr. 972.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ευκατάπαυστος — εὐκατάπαυστος, ον (ΑΜ) αυτός που καταπαύεται εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κατα παυστος (< κατα παύω), πρβλ. α κατά παυστος, δυσ κατά παυστος] …   Dictionary of Greek

  • νήπαυστος — νήπαυστος, ον (Α) 1. ο άπαυστος 2. (το ουδ. ως επίρρ.) νήπαυστον διαρκώς, χωρίς σταματημό. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. πρόθημα νη * + παυστος (< παύω), πρβλ. ά παυστος, δύσ παυστος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”