- παραί-θεναρ
παραί-θεναρ, τό, = παράϑεναρ, der Raum vom kleinen Finger an neben dem Ballen weg bis an die Vorhand, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παραί-θεναρ, τό, = παράϑεναρ, der Raum vom kleinen Finger an neben dem Ballen weg bis an die Vorhand, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θέναρ — το (Α θέναρ, αρος) ανατ. σαρκώδης προεξοχή τής παλάμης που σχηματίζεται από τους μυς τού αντίχειρα στη βάση του, το κοίλο τής παλάμης, η χούφτα αρχ. 1. το πέλμα τού ποδιού 2. φρ. α) «θέναρ βωμοῖο» το κοίλωμα που βρισκόταν πάνω στην επιφάνεια τού… … Dictionary of Greek
παραίθεναρ — ένατος, τὸ Α στον πληθ. τὰ παραιθένατα (κατά τον Ησύχ.) το τμήμα τού χεριού από το μικρό δάχτυλο μέχρι τον καρπό. [ΕΤΥΜΟΛ. < παραί (ποιητ. τ. τού παρά*) + θέναρ «παλάμη» (πρβλ. οπίσθεναρ)] … Dictionary of Greek