αἰόλησις, ἡ, Bewegung, Schol. Pind. P. 4, 412, v. l. αἰόλλησις.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αιόλησις — αἰόλησις ( εως), η (Μ) [αἰολῶ] γρήγορη, γοργή κίνηση … Dictionary of Greek
αἰόλησις — rapid motion fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)