- αἰόνημα
αἰόνημα, τό, Besprengung, Dio C. 55, 17.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αἰόνημα, τό, Besprengung, Dio C. 55, 17.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αιόνημα — αἰόνημα, το (Α) [αἰονῶ] κατάβρεγμα, μούσκεμα … Dictionary of Greek
αἰονήμασι — αἰόνημα fomentation neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰονήματα — αἰόνημα fomentation neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αιονώ — αἰονῶ ( άω) (Α) υγραίνω, καταβρέχω, μουσκεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. Αγνωστης ετυμολ. ΠΑΡ. αρχ. αἰόνημα, αἰόνησις. ΣΥΝΘ. αρχ. ἐναιονῶ, ἐξαιονῶ, ἐπαιονῶ, καταιονῶ, προσαιονῶ] … Dictionary of Greek