αἰψηρός

αἰψηρός

αἰψηρός (αἶψα, vgl. λαιψηρός), schnell; Hom. dreimal, Od. 4, 103 αἰψηρὸς δὲ κόρος κρυεροῖο γόοιο, Iliad. 19, 276 Od. 2, 257 λῠσεν δ' ἀγορὴν αἰψηρήν, Prädicatsnomen = advb. ταχέως; vgl. Apollon. lex. Hom. 17, 19 Scholl. Iliad. 19, 276 Od. 2, 257; – ἀνέμων ῥιπαί Qu. Sm. 8, 184.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • αιψηρός — αἰψηρός, ά, όν (Α) 1. γρήγορος, ορμητικός, ταχύς, βιαστικός 2. αυτός που επιτυγχάνεται, που συντελείται μέσα σε λίγο χρονικό διάστημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἶψα. ΣΥΝΘ. αρχ. αἰψηροκέλευθος] …   Dictionary of Greek

  • αἰψηρός — quick masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰψηρά — αἰψηρός quick neut nom/voc/acc pl αἰψηρά̱ , αἰψηρός quick fem nom/voc/acc dual αἰψηρά̱ , αἰψηρός quick fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰψηρῶν — αἰψηρός quick fem gen pl αἰψηρός quick masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰψηρόν — αἰψηρός quick masc acc sg αἰψηρός quick neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰψηροῖο — αἰψηρός quick masc/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰψηροῖσι — αἰψηρός quick masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰψηρῇσι — αἰψηρός quick fem dat pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰψηρῇσιν — αἰψηρός quick fem dat pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰψηρή — αἰψηρός quick fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰψηρήν — αἰψηρός quick fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”