αἰτηματικός

αἰτηματικός

αἰτηματικός, fordernd, Artem. 4, 2.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • αιτηματικός — ή, ό (Α αἰτηματικός, ή, όν) [αἴτημα] 1. αυτός που υποβάλλει αίτημα 2. ο απαιτητικός …   Dictionary of Greek

  • αἰτηματικά — αἰτηματικός disposed to ask neut nom/voc/acc pl αἰτηματικά̱ , αἰτηματικός disposed to ask fem nom/voc/acc dual αἰτηματικά̱ , αἰτηματικός disposed to ask fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰτηματικούς — αἰτηματικός disposed to ask masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αίτημα — Ό,τι ζητά κανείς, η απαίτηση. (Μαθημ., Φυσ.) Θεμελιώδης πρόταση που μπορεί με τη βοήθεια υποθέσεων και ορισμών να χρησιμεύσει ως βάση για την οικοδόμηση μιας θεωρίας ή για την εξήγηση μιας σειράς πράξεων ή φαινομένων. Το α., σε αντίθεση με το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”