βώτης

βώτης

βώτης, = βούτης, Theocr.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • βώτης — βούτης herdsman masc nom sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Βώτης, Αντώνιος — (1890 – 1970). Θεατρικός συγγραφέας και σκιτσογράφος. Πρωτοεμφανίστηκε το 1912 με την επιθεώρηση Καρνέ του 1912. Ακολούθησαν πολλές επιθεωρήσεις του, είτε γραμμένες από τον ίδιο είτε σε συνεργασία με άλλους. Μεγάλη επιτυχία σημείωσαν Ο παπαγάλος… …   Dictionary of Greek

  • βόσκω — (AM βόσκω) Ι. 1. οδηγώ ζώα στη βοσκή και τα επιτηρώ 2. (για ζώα) τρώω χορτάρι, τρέφομαι 3. (γενικά) τρώω, τρέφομαι 4. διατρέφω, συντηρώ νεοελλ. 1. περιφέρομαι άσκοπα («πού βόσκεις;») 2. αφαιρούμαι, χαζεύω («πού βόσκει ο νους σου;») ΙΙ. βόσκομαι… …   Dictionary of Greek

  • οιοβώτας — οἰοβώτας, ὁ (Α) (ποιητ. τ.) 1. αυτός που τρέφεται, που βόσκει μόνος του 2. μτφ. (για τον Αίαντα) αυτός που περιπλανιέται μόνος («νῡν δ αὖ φρενὸς οἰοβώτας φίλοις μέγα πένθος ηὕρηται», Σοφ.) 3. (κατά το λεξ. Σούδα) «οἰοβώτης, αὐθαίρετος, ὡς ἂν εἴπη …   Dictionary of Greek

  • ουρεσιβώτης — οὐρεσιβώτης, ὁ (Α) (ποιητ. τ.) αυτός που βόσκει στα όρη («θηρῶν, οὓς ὅδ ἔχει χῶρος οὐρεσιβώτας», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < δοτ. πληθ. οὔρεσι τού οὖρος εος (V), ιων. τ. τού όρος (ΙΙ) + βώτης (< βόσκω), πρβλ. ιππο βώτης] …   Dictionary of Greek

  • συβώτης — και δ. γρ. συβότης, ό, θηλ. συβώτρια, Α χοιροβοσκός. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῦς «χοίρος, κάπρος» + βώτης / βότης (< βόσκω), πρβλ. ἱππο βώτης / ἱππο βότης. Ο τ. απαντά στη Μυκηναϊκή (πρβλ. μυκην. suqota)] …   Dictionary of Greek

  • γερανοβωτία — γερανοβωτία, η (Α) το να τρέφει κανείς γερανούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < γέρανος + βωτία < βώτης < βόσκω] …   Dictionary of Greek

  • χηνοβωτία — και χηνοβοτία, ἡ, Α η χηνοτροφία. [ΕΤΥΜΟΛ. < χήν, χηνός + βοτία / βωτία (< βότης/ βώτης < βόσκω), πρβλ. γερανο βωτία, ὀρφο βοτία] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”