αἰτιο-λογικός

αἰτιο-λογικός

αἰτιο-λογικός, ή, όν. zur Beweisführung gehörig; den Grund angebend, Strab. u. Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ενάφορμος — ἐνάφορμος, ον (Α) αυτός που προέρχεται από κάποια αφορμή, από κάποιο αίτιο, δικαιολογημένος, εύλογος, λογικός. επίρρ... ἐναφόρμως με αφορμή, με αιτία, δικαιολογημένα, επομένως εύστοχα, κατάλληλα, στην κατάλληλη περίσταση, επίκαιρα …   Dictionary of Greek

  • πανικός — Οι αρχαίοι Έλληνες ονόμαζαν π. τον φόβο που προερχόταν από τον θεό Πάνα. Σήμερα π. λέγεται ο μεγάλος φόβος που εξαιτίας του παραλύει ο λογικός έλεγχος των πράξεων εκείνων που τους διακατέχει. Στην ψυχοπαθολογία π. λέγεται ο φόβος που παραλύει τα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”