- αἰσάλων
αἰσάλων, ὁ, eine kleine Falkenart, Arist. H. A. 9, 36; Ael. H. A. 2, 51, wo auch αἰσάγλων gelesen wird.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αἰσάλων, ὁ, eine kleine Falkenart, Arist. H. A. 9, 36; Ael. H. A. 2, 51, wo auch αἰσάγλων gelesen wird.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αἰσάλων — merlin masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αισάλων — (aesalon). Ονομασία αρπακτικού πτηνού που συγγενεύει με το γεράκι. Έχει ισχυρό ράμφος, κυρτό στην άκρη του και μακριές φτερούγες. Υπάρχουν δύο είδη α.: ο πετρίτης και ο περιστεροφάγος. Ο πρώτος ζει στην Ευρώπη και στη δυτική Ασία και ο δεύτερος… … Dictionary of Greek
αἰσάλωνα — αἰσάλων merlin masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰσάλωνι — αἰσάλων merlin masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)