αἰσθητικός — of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αισθητικός — ή, ό (Α αἰσθητικός, ή, όν) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα αισθητήρια και στις αισθήσεις ή στην αντίληψη διά μέσου τών αισθήσεων 2. αυτός που μπορεί να αισθάνεται, ο δεκτικός σε ερεθίσματα τού έξω κόσμου ή τού ίδιου τού σώματός του νεοελλ. 1 … Dictionary of Greek
αισθητικός — ή, ό 1. αυτός που έχει σχέση με τα αισθητήρια: Οι αισθητικές θηλές των φυτών. 2. αυτός που έχει σχέση με την αισθητική, την επιστήμη του ωραίου: Τα αισθητικά φαινόμενα άρχισαν να μελετιούνται συστηματικά από το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα. 3. το… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αἰσθητικά — αἰσθητικός of neut nom/voc/acc pl αἰσθητικά̱ , αἰσθητικός of fem nom/voc/acc dual αἰσθητικά̱ , αἰσθητικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰσθητικώτερον — αἰσθητικός of adverbial comp αἰσθητικός of masc acc comp sg αἰσθητικός of neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰσθητικωτέρων — αἰσθητικός of fem gen comp pl αἰσθητικός of masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰσθητικῶν — αἰσθητικός of fem gen pl αἰσθητικός of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰσθητικόν — αἰσθητικός of masc acc sg αἰσθητικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰσθητικώτατα — αἰσθητικός of adverbial superl αἰσθητικός of neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰσθητικώτατον — αἰσθητικός of masc acc superl sg αἰσθητικός of neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰσθητικαῖς — αἰσθητικός of fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)