αἰσχυνομένως

αἰσχυνομένως

αἰσχυνομένως, bescheiden, Dion. H. 7, 50.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • αισχυνομένως — αἰσχυνομένως (Α) σεμνά, ντροπαλά. [ΕΤΥΜΟΛ. Απο τη μτχ. μέσου ενεστ. τού ρ. αἰσχύνω] …   Dictionary of Greek

  • αἰσχυνομένως — αἰσχῡνομένως , αἰσχύνω make ugly pres part mp masc acc pl (doric) αἰσχυνομένως modestly indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αισχύνω — (Α αἰσχύνω) 1. ντροπιάζω, αμαυρώνω, ρεζιλεύω 2. μέσ. ντρέπομαι, ντροπιάζομαι, αισθάνομαι αισχύνη αρχ. 1. κάνω άσχημο, ασχημίζω, παραμορφώνω («αἱματόεν ρέθος αἰσχύνει» Σοφ. Αντιγόνη, 529) 2. ατιμάζω (γυναίκα), μοιχεύω 3. περιφρονώ, απαξιώ 4. μέσ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”