- αἰσχυντηλία
αἰσχυντηλία, ἡ, Verschämtheit, Plut. adul. et am. discr. 37.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αἰσχυντηλία, ἡ, Verschämtheit, Plut. adul. et am. discr. 37.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αἰσχυντηλία — αἰσχυντηλίᾱ , αἰσχυντηλία bashfulness fem nom/voc/acc dual αἰσχυντηλίᾱ , αἰσχυντηλία bashfulness fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αισχυντηλία — αἰσχυντηλία, η (Α) [αἰσχυντηλός] αιδημοσύνη, ντροπαλότητα, συστολή … Dictionary of Greek
αἰσχυντηλίαν — αἰσχυντηλίᾱν , αἰσχυντηλία bashfulness fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αισχυντηλός — ή, ό (Α αἰσχυντηλός, ή, όν) ντροπαλός, συνεσταλμένος αρχ. 1. (για πράγματα) αυτός που προκαλεί την ντροπή 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ αἰσχυντηλόν η αιδημοσύνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ρημ. επίθ. αἰσχυντὸς < ρ. αἰσχύνω. ΠΑΡ αρχ. αἰσχυντηλία] … Dictionary of Greek