αἰσχρο-λόγος

αἰσχρο-λόγος

αἰσχρο-λόγος, schändliche, unzüchtige Reden führend, Poll. 6, 123.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • αίσχος — το (Α αἶσχος) 1. αισχύνη, ντροπή 2. ατιμία, κακοήθεια 3. στον πληθ. τα αίσχη άσχημες, επαίσχυντες πράξεις νεοελλ. 1. άσχημος, κακός (με επιθετική προσδιοριστική λειτουργία), π.χ. «αυτός ο πίνακας είναι αίσχος» 2. «αίσχος» (επιφών. αποδοκιμασίας)… …   Dictionary of Greek

  • ισχνολόγος — ἰσχνολόγος, ὁ (Α) αυτός που είναι πολύ λεπτολόγος και ακριβής στη διατύπωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχνός + λογος (< λόγος), πρβλ. αισχρο λόγος, ψευδο λόγος] …   Dictionary of Greek

  • καθαρολόγος — ο αυτός που χρησιμοποιεί δόκιμα την καθαρεύουσα στον προφορικό και γραπτό λόγο, ο καθαρευουσιάνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < καθαρός + λόγος (< λόγος < λέγω), πρβλ. αισχρο λόγος, ακριβο λόγος. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στον Αριστομ. Ι. Προβελέγγιο] …   Dictionary of Greek

  • κοπρολόγος — ο (Α κοπρολόγος, ον) νεοελλ. 1. βωμολόχος, αισχρολόγος 2. αυτός που γράφει κακοήθη αναγνώσματα ή έργα αισχρού περιεχομένου αρχ. 1. αυτός που μαζεύει την κοπριά 2. οδοκαθαριστής, σκουπιδιάρης 3. βρόμικος, ακάθαρτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόπρος (Ι) +… …   Dictionary of Greek

  • ημερολογώ — ἡμερολογῶ, έω (Α) αριθμώ τον χρόνο κατά μέρες («ἡμερολογέοντας τὸν λοιπὸν χρόνον», Ηρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ημερ(ο) * + λογώ (< λογος < λόγος) πρβλ. αισχρο λογώ, ευ λογώ] …   Dictionary of Greek

  • καλλιλογώ — (AM καλλιλογῶ, έω) εκφράζω κάτι με γλαφυρότητα, εκφράζομαι με κομψότητα λόγου νεοελλ. κολακεύω αρχ. μέσ. καλλιλογοῡμαι, έομαι χρησιμοποιώ εύσχημες φράσεις για κάλυψη κάποιου κακού πράγματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + λογῶ (< λόγος < λόγος) …   Dictionary of Greek

  • καλολογώ — (AM καλολογῶ, έω) νεοελλ. εκφράζομαι κομψά και με γλαφυρότητα μσν. αρχ. λέγω καλούς λόγους για κάποιον, επαινώ, κολακεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * (< επίρρ. καλῶς) + λογῶ (< λογος < λόγος < λέγω), πρβλ. αισχρο λογώ, κακο λογώ] …   Dictionary of Greek

  • ευτραπελολογία — εὐτραπελολογία, ἡ (ΑΜ) αστεϊσμός, σκώμμα, ευτραπελία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευτράπελος + λογια (< λογος < λέγω), πρβλ. αισχρο λογία, φιλο λογία] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”