- αἰσχροσύνη
αἰσχροσύνη, ἡ, = Folgd., Tzetz.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αἰσχροσύνη, ἡ, = Folgd., Tzetz.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αισχροσύνη — αἰσχροσύνη, η (Μ) [αἰσχρός] η αισχρότητα … Dictionary of Greek
αισχρός — ή, ό (Α αἰσχρός, ά, όν) 1. αυτός που προκαλεί την ντροπή, επονείδιστος, επαίσχυντος, ατιμωτικός 2. ανήθικος, φαύλος, κακοήθης, άθλιος, φρικτός αρχ. 1. (ως αντίθ. τού καλός) (για την εξωτερική εμφάνιση) άσχημος, δύσμορφος, παραμορφωμένος 2.… … Dictionary of Greek