- αἱσχρό-μητις
αἱσχρό-μητις παρακοπά, schändliche Rathschläge gebend, Aesch. Ag. 215 ch.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αἱσχρό-μητις παρακοπά, schändliche Rathschläge gebend, Aesch. Ag. 215 ch.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κακόμητις — κακόμητις, ήτιος, ὁ (Α) 1. κακομηδής*, κακομήτης*, απατηλός, δόλιος 2. αστρολ. στον πληθ. οι κακομήτιες οι κακοποιοί. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + μητις (< μῆτις), πρβλ. αισχρό μητις, μεγαλό μητις] … Dictionary of Greek
μειλιχόμητις — μειλιχόμητις, ὁ και ἡ (Α) αυτός που έχει πράο χαρακτήρα, ήπιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μείλιχος + μῆτις «σκέψη, φρόνηση» (πρβλ. αισχρό μητις, ποικιλό μητις)] … Dictionary of Greek
ηπιόμητις — ἠπιόμητις, ό (Α) αυτός που έχει ήπια διάθεση, ο καλόγνωμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ήπιος + μήτις «γνώμη», πρβλ. αισχρό μητις] … Dictionary of Greek
ποικιλόμητις — ήτιδος, ὁ, ἡ, Α ποικιλομήτης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος + μῆτις, ιδος (πρβλ. αισχρό μητις)] … Dictionary of Greek
πραΰμητις — ήτιος, ὁ, ἡ, Α 1. πράος, ήσυχος 2. (ως προσωνυμία τής Ειλειθυίας) αυτή η οποία σκέφτεται με πραότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πραΰς, αθέματη μορφή τού επιθ. πρᾶος + μῆτις «σοφία, φρόνηση» (πρβλ. αισχρό μητις)] … Dictionary of Greek