αἰσυλοεργός

αἰσυλοεργός

αἰσυλοεργός, Frevel übend, v. l. Il. 5, 403 für ὀβριμοεργός.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • αισυλοεργός — αἰσυλοεργός, όν (Α) αυτός που πράττει ανόσια, κακούργος, παράνομος, άδικος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἴσυλος + εργός < ἔργον] …   Dictionary of Greek

  • αἰσυλοεργός — ill doing masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰσυλοεργόν — αἰσυλοεργός ill doing masc/fem acc sg αἰσυλοεργός ill doing neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰσυλοεργοῦ — αἰσυλοεργός ill doing masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰσυλοεργῶν — αἰσυλοεργός ill doing masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έργο — (Φυσ.). Στη φυσική, μπορούμε να ορίσουμε το έ. μιας δύναμης αν ξεκινήσουμε από μια απλή περίπτωση, κατά την οποία ένα υλικό σώμα αμελητέων διαστάσεων, πάνω στο οποίο εφαρμόζεται μια σταθερή δύναμη, επιτελεί μια ευθύγραμμη μετατόπιση κατά μια… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”