- αἰρέτις
αἰρέτις, ιδος, ἡ, die Auswählende, V. T.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αἰρέτις, ιδος, ἡ, die Auswählende, V. T.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αιρετίς — αἱρετὶς και αἱρέτις ( ιδος), η (Α) αυτή που εκλέγει, που διαλέγει. [ΕΤΥΜΟΛ. Θηλυκό τού αἱρετὴς < αἱροῦμαι] … Dictionary of Greek
αἱρετίς — one who chooses fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αιρώ — Μυθολογικό πρόσωπο. Κόρη του Οινωπίωνα, βασιλιά της Χίου και πρώτου οικιστή του νησιού, σύζυγος του Ωρίωνα και μητέρα του Χίου, που έδωσε το όνομά του στο νησί Οφιούσα. * * * αἱρῶ ( έω) (AM) Ι. ενεργ. 1. παίρνω, αρπάζω 2. απομακρύνω, αφαιρώ 3.… … Dictionary of Greek