μώρανσις, ἡ, = μωρία, Schol. Aesch. Spt. 741.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μώρανσις — fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μώρανση — η (Α μώρανσις) [μωραίνω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού μωραίνω, μωρία, αποβλάκωση … Dictionary of Greek