- αἱρετιστής
αἱρετιστής, ὁ, einer Partei, Sekte anhangend, Ios. n. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αἱρετιστής, ὁ, einer Partei, Sekte anhangend, Ios. n. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αιρετιστής — αἱρετιστής, ο (Α) [αἱρετίζω] 1. αυτός που διαλέγει, που εκλέγει 2. ιδρυτής φιλοσοφικής σχολής 3. ένθερμος οπαδός, θιασώτης αιρέσεως ή σχολής … Dictionary of Greek
αἱρετιστής — one who chooses masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἱρετισταῖς — αἱρετιστής one who chooses masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἱρετισταί — αἱρετιστής one who chooses masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἱρετιστήν — αἱρετιστής one who chooses masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἱρετιστῶν — αἱρετιστής one who chooses masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἱρετιστάς — αἱρετιστά̱ς , αἱρετιστής one who chooses masc acc pl αἱρετιστά̱ς , αἱρετιστής one who chooses masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αιρετίζω — αἱρετίζω (AM) εκλέγω, διαλέγω, προτιμώ και (επεκτ.) αγαπώ 2. παραδέχομαι (Μ) [αἵρεσις] είμαι αιρετικός, ανήκω σε αίρεση. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἱρετός. ΠΑΡ. αἱρετιστής] … Dictionary of Greek