αἱρεσιώτης

αἱρεσιώτης

αἱρεσιώτης, , fem. -ῶτις, Ketzer, K. S.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • αἱρεσιώτης — member of a sect masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αιρεσιώτης — ο (θηλ. ώτις, γεν. ιδος) (Α αἱρεσιώτης) [αἵρεση] μέλος αιρέσεως μσν. μέλος φιλοσοφικής σχολής ή οπαδός φιλοσοφικής διδασκαλίας …   Dictionary of Greek

  • αἱρεσιωτῶν — αἱρεσιώτης member of a sect masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἱρεσιῶται — αἱρεσιώτης member of a sect masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἱρεσιώταις — αἱρεσιώτης member of a sect masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἱρεσιώτην — αἱρεσιώτης member of a sect masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἱρεσιώτας — αἱρεσιώτᾱς , αἱρεσιώτης member of a sect masc acc pl αἱρεσιώτᾱς , αἱρεσιώτης member of a sect masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ιώτης — (AM ιώτης) κατάλ. ουσιαστικών τής Ελληνικής, η οποία σχηματίστηκε από τη σύναψη τού επιθήματος ώτης με το ληκτικό στοιχείο ι τού θέματος ορισμένων λέξεων (πρβλ. επαρχία: επαρχ ι ώτης, στάσις: στασ ι ώτης) η κατάλ. ώτης αποτελεί επηυξημένη μορφή… …   Dictionary of Greek

  • αίρεση — Αρχικά ο όρος α. είχε φιλοσοφική και πολιτική σημασία και σήμαινε την προτίμηση που μπορούσε να έχει κανείς για μια ορισμένη φιλοσοφική διδασκαλία. Στη συνέχεια χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει μια φιλοσοφική σχολή, μια ομάδα ή κόμμα πολιτικό,… …   Dictionary of Greek

  • συναιρεσιώτης — ο, ΜΑ, και θηλ. συναιρεσιῶτις, ώτιδος Α οπαδός αιρεσιώτου («τοῑς συναιρεσιώταις τοῡ Εὐνομίου», Φώτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + αἱρεσιώτης (< αἵρεσις)] …   Dictionary of Greek

  • ՀԵՐԵՍԻՈՎՏԱՅՔ — (այց.) NBH 2 0093 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 9c, 11c, 12c ՀԵՐԵՍԻՈՎՏԱՅՔ կամ ՀԵՐԵՍԻՈՏԱՅՔ ՀԵՐԵՍԻՈՎՏՔ կամ ՀԵՐԵՍԻՈՏՔ. Բառ յն. αἰρεσιώτης, τες . այսինքն Հերետիկոսք. Կոչ. ՟Զ. ստէպ: *Այս սովորութիւն ասէ հերեսիովտացն է, այսինքն …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”