- αἰπήεις
αἰπήεις, εσσα, εν, dasselbe, Il. 21, 87 (ἅπαξ εἰρημ.); νῆσος Ap. Rh. 2, 721; καταιγίς, heftiger Sturm, Leon. T. 90 (VII, 273).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αἰπήεις, εσσα, εν, dasselbe, Il. 21, 87 (ἅπαξ εἰρημ.); νῆσος Ap. Rh. 2, 721; καταιγίς, heftiger Sturm, Leon. T. 90 (VII, 273).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αιπήεις — αἰπήεις, εσσα, εν (Α) ο αιπεινός*. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. αἰπύς] … Dictionary of Greek
αἰπήεντα — αἰπήεις neut nom/voc/acc pl αἰπήεις masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰπήεσσα — αἰπήεις fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰπήεσσαν — αἰπήεις fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αιπύς — αἰπύς, εῑα, ύ (Α) 1. ψηλός, απόκρημνος 2. (για τον θάνατο) αυτός που εφορμά από ψηλά, ορμητικός, βίαιος 3. ολοσχερής, ολοκληρωτικός, πλήρης, τέλειος, οξύς 4. (για πάθη) φλογερός, δυνατός 5. στη Μυκην. η λ. μαρτυρείται έμμεσα με το κύριο όνομα… … Dictionary of Greek