- αὖλαξ
αὖλαξ, ακος, ἡ, s. ἄλοξ (vgl. ὦλαξ, ὦλξ).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αὖλαξ, ακος, ἡ, s. ἄλοξ (vgl. ὦλαξ, ὦλξ).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αὖλαξ — furrow fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐλάκοιν — αὖλαξ furrow fem gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐλάκων — αὖλαξ furrow fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὔλακα — αὖλαξ furrow fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὔλακας — αὖλαξ furrow fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὔλακε — αὖλαξ furrow fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὔλακες — αὖλαξ furrow fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὔλακι — αὖλαξ furrow fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὔλακος — αὖλαξ furrow fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὔλαξι — αὖλαξ furrow fem dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὔλαξιν — αὖλαξ furrow fem dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)