- αὔτ-οπτος
αὔτ-οπτος, selbst gesehen, selbst ertappt, wie αὐτόφωρος, Suid.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αὔτ-οπτος, selbst gesehen, selbst ertappt, wie αὐτόφωρος, Suid.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολύοπτος — ον, Α αυτός που τόν βλέπουν πολλοί, που είναι ορατός σε πολλούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ὀπτός (Ι) «ορατός» (< θ. οπ , βλ. λ. όπωπα), πρβλ. αύτ οπτος] … Dictionary of Greek
συμφυσιοψία — η, Ν ιατρ. τερατογονική διάπλαση που χαρακτηρίζεται από συνένωση τών δύο οφθαλμών σε έναν. [ΕΤΥΜΟΛ. < σύμφυσις + οψία (< οπτος < ὀπτός < θ. οπ τού ὄπωπα*), πρβλ. αυτ οψία, υπ οψία] … Dictionary of Greek
αύτοπτος — αὔτοπτος, ον (AM) αυτός που τον έχει δει κανείς μόνος του, με τα ίδια του τα μάτια μσν. φρ. «ἐξ αὐτόπτου» με τα ίδια τα μάτια κάποιου. [ΕΤΥΜΟΛ. < αυτ(ο) + οπτός < οπ , όπωπα, (παρακμ. του ορώ)] … Dictionary of Greek