- αὐλητρίδιον
αὐλητρίδιον, dim. zum folgdn, Theopomp. bei Ath. XII, 532 d; D. L. 7, 13.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αὐλητρίδιον, dim. zum folgdn, Theopomp. bei Ath. XII, 532 d; D. L. 7, 13.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αυλητρίδιον — αὐλητρίδιον, το (Α) νεαρή αυλητρίδα … Dictionary of Greek
αὐλητρίδιον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐλητριδίοις — αὐλητρίδιον neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐλητριδίου — αὐλητρίδιον neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)