- αὐλο-ποιΐα
αὐλο-ποιΐα, ἡ, das Flötenmachen, Poll. 7, 153.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αὐλο-ποιΐα, ἡ, das Flötenmachen, Poll. 7, 153.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ζευγοποίηση — και ζευγοποιία, η (Α ζευγοποιΐα) νεοελλ. η κατάταξη σε ζεύγη, ο σχηματισμός ζεύγους, το ζευγάρωμα αρχ. (για αυλούς) η κατασκευή επιστομίων για διπλό αυλό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζεύγος + ποίηση ή ποιία (< ποιώ), πρβλ. γονιμο ποίηση, γεφυρο ποιία] … Dictionary of Greek