- παρα-λήπτης
παρα-λήπτης, ὁ, Empfänger, Arr. peripl. 1 p. 11.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παρα-λήπτης, ὁ, Empfänger, Arr. peripl. 1 p. 11.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εργολήπτης — ο (AM ἐργολήπτης) ο εργολάβος. [ΕΤΥΜΟΛ. < έργο + λήπτης (< θηλ. ληπ τού μέλλ. λήψομαι τού ρ. λαμβάνω). Πρβλ. και παρα λήπτης, δωρο λήπτης] … Dictionary of Greek
ηχολήπτης — ο ο υπεύθυνος για την εγγραφή τού ήχου (ηχοληψία) τεχνικός τών κινηματογραφικών ή τηλεοπτικών συνεργείων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ήχος + λήπτης (< λαμβάνω), πρβλ. ανα λήπτης, παρα λήπτης. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. sound engineer] … Dictionary of Greek