- αὐλ-ωπός
αὐλ-ωπός, ὁ, ein hohläugiger Fisch, Opp. H. 1, 256, s. αὐλωπίας.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αὐλ-ωπός, ὁ, ein hohläugiger Fisch, Opp. H. 1, 256, s. αὐλωπίας.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λευκωπίας — λευκωπίας, ὁ (Α) (κατά τον Ησύχ.) αυτός που φαίνεται λευκός. [ΕΤΥΜΟΛ. < λευκ(ο) * + ωπίας (< ὤψ, ὠπός «όψη, πρόσωπο» + επίθημα ias), πρβλ. αυλ ωπίας, μυ ωπίας] … Dictionary of Greek