- αὐηρός
αὐηρός, ά, όν, dürr, Rhian. 5 (XII. 121).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αὐηρός, ά, όν, dürr, Rhian. 5 (XII. 121).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αὐηρήν — αὐηρός fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ηρός — το επίθημα ηρός είναι το πιο διαδεδομένο από τα επιθήματα σε ρος τής Αρχαίας. Στον Όμηρο απαντά μικρός αριθμός επιθέτων σε ηρός αλλά στους μεταγενέστερους συγγραφείς ο αριθμός αυτός αυξάνεται σημαντικά. (Ήδη στον Ιπποκράτη απαντούν 20 νέα… … Dictionary of Greek