- αὐαλέος
αὐαλέος, α, ον, trocken, dürr, χρὼς ὑπὸ καύματος, sonnverbrannt, Hes. O. 588; κόμη Antiphil. 37 (VII, 141); vgl. Theocr. 14, 4; στόμα Call. Cer. 6; ὄμματα, schlaflose, Agath. 19 (V, 280).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αὐαλέος, α, ον, trocken, dürr, χρὼς ὑπὸ καύματος, sonnverbrannt, Hes. O. 588; κόμη Antiphil. 37 (VII, 141); vgl. Theocr. 14, 4; στόμα Call. Cer. 6; ὄμματα, schlaflose, Agath. 19 (V, 280).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αυαλέος — αὐαλέος, α, ον (Α) 1. ξερός, στεγνός 2. μαραμένος, ηλιοκαμένος 3. (για τα μάτια) άυπνος. [ΕΤΥΜΟΛ. Επαυξημένος τ. του ουσ. αύος* με το επίθημα αλέος* (πρβλ. αζαλέος, ισχαλέος κ.ά.)] … Dictionary of Greek
αὐαλέος — dry masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐαλέα — αὐαλέος dry neut nom/voc/acc pl αὐαλέᾱ , αὐαλέος dry fem nom/voc/acc dual αὐαλέᾱ , αὐαλέος dry fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐαλέαι — αὐαλέος dry fem nom/voc pl αὐαλέᾱͅ , αὐαλέος dry fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐαλέον — αὐαλέος dry masc acc sg αὐαλέος dry neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐαλέων — αὐαλέος dry fem gen pl αὐαλέος dry masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐαλέαις — αὐαλέος dry fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐαλέη — αὐαλέος dry fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐαλέην — αὐαλέος dry fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐαλέης — αὐαλέος dry fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐαλέοι — αὐαλέος dry masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)