- αὐξηρός
αὐξηρός, l. d., Nic. Al. 588, v. l. αὖ ξηρός, vom Rohr, man vermuthet αὐχμηρός.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αὐξηρός, l. d., Nic. Al. 588, v. l. αὖ ξηρός, vom Rohr, man vermuthet αὐχμηρός.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αὐξηρά — αὐξηρός neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐξηρῶν — αὐξηρός masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ηρός — το επίθημα ηρός είναι το πιο διαδεδομένο από τα επιθήματα σε ρος τής Αρχαίας. Στον Όμηρο απαντά μικρός αριθμός επιθέτων σε ηρός αλλά στους μεταγενέστερους συγγραφείς ο αριθμός αυτός αυξάνεται σημαντικά. (Ήδη στον Ιπποκράτη απαντούν 20 νέα… … Dictionary of Greek