- αὐξι-φαής
αὐξι-φαής, ές, Licht vermehrend, vom zunehmenden Mond, 5, 109 u. öfter.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αὐξι-φαής, ές, Licht vermehrend, vom zunehmenden Mond, 5, 109 u. öfter.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πλησιφαής — ές, ΝΜΑ 1. (για τη σελήνη) γεμάτος φως, ολόφωτος, ολόγιομος 2. φρ. «πλησιφαής σελήνη» πανσέληνος. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος, < θ. πλησ(ι) τού πίμπλημι (πρβλ. αόρ. ἔ πλησ α) + φαής (< φάος / φῶς), πρβλ. αυξι φαής, λειψι φαής] … Dictionary of Greek