- αὐχαλέος
αὐχαλέος (αὐχή), ruhmredig, stolz, Xenophan. bei Ath. XII, 526 b.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αὐχαλέος (αὐχή), ruhmredig, stolz, Xenophan. bei Ath. XII, 526 b.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
-αλέος — Γλωσσ. κατάληξη επιθέτων τής αρχαίας, που απαντά στα ομηρικά κείμενα και ιδιαίτερα στους μεταγενέστερους επικούς ποιητές. Στην αρχαία Ελληνική μαρτυρούνται συνολικά 112 περίπου επίθετα σε αλέος. Η κατάληξη δεν μαρτυρείται στην αττική διάλεκτο, η… … Dictionary of Greek