- αὐχμαλέος
αὐχμαλέος, α, ον, = αὐχμηρός, Choeril. N. p. 144.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αὐχμαλέος, α, ον, = αὐχμηρός, Choeril. N. p. 144.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
-αλέος — Γλωσσ. κατάληξη επιθέτων τής αρχαίας, που απαντά στα ομηρικά κείμενα και ιδιαίτερα στους μεταγενέστερους επικούς ποιητές. Στην αρχαία Ελληνική μαρτυρούνται συνολικά 112 περίπου επίθετα σε αλέος. Η κατάληξη δεν μαρτυρείται στην αττική διάλεκτο, η… … Dictionary of Greek